φενακικῶς — with a pun indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακικώς — Α επίρρ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) με λογοπαίγνια, απατηλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φενακικός] … Dictionary of Greek